- επαρτώ
- ἐπαρτῶ, -άω (Α)1. αναρτώ, κρεμώ κάτι από κάπου ως φόβητρο2. απειλώ, φοβερίζω3. μέσ. ἐπαρτῶμαια) κρεμώ πάνω ή από πάνωβ) επικρέμαμαι, επίκειμαι, επαπειλώ4. (ουδ. παθ. μτχ.) τὸ ἐπηρτημένον (τοὺ ζυγού)το προσαρτημένο μέρος ή το μέρος τού ζυγού πού κρέμεται.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρτώ «κρεμώ»].
Dictionary of Greek. 2013.